- χωριστέον
- χωρ-ιστέον,A one must separate,
τι ἀπό τινος Pl.Plt.303d
; alsoτι τινός, τῆς ὀχείας τοὺς κριούς Gp.18.3.1
, cf. Iamb.Protr.21.κγ.2 χωριστέος, α, ον, to be separated, A.D.Pron. 52.23.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.